ομότης

ομότης
ὀμότης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που ορκίζεται, που δίνει όρκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ομο- τού ὄμνυμι* + κατάλ. -της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀμότης — one who swears masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμοτῶν — ὀμότης one who swears masc gen pl ὀμοτός sworn fem gen pl ὀμοτός sworn masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμότην — ὀμότης one who swears masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμότας — ὀμότᾱς , ὀμότης one who swears masc acc pl ὀμότᾱς , ὀμότης one who swears masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφομοσία — ἐφομοσία, ἡ (Μ) (δ. γρφ. τού επομοσία) ορκωμοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ομοσία (< ὀμότης < ὄμνυμι). Αντίθετα προς το ω τού ορκωμοσία, η λ. γράφεται με ο γιατί πρόκειται για νεώτερο (μη αρχαίο) σύνθετο το φ αντί τού κανονικού π (επ ομοσία)… …   Dictionary of Greek

  • κατομοτικόν — κατομοτικόν, τὸ (Α) ένορκη βεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμοτικός (< ὀμότης «αυτός που ορκίζεται»] …   Dictionary of Greek

  • ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …   Dictionary of Greek

  • ομοτικός — ὀμοτικός, ή, όν (Α) [ομότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στον όρκο, σχετικός με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀμοτικόν όρκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”